- κρίβανον
- κρίβανονneut nom/voc/acc sgκρί̱βανον , κρίβανοςcovered earthen vesselmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρίβανον — κρίβανον, τὸ (Α) βλ. κλίβανον … Dictionary of Greek
κριβάνοις — κρίβανον neut dat pl κρῑβάνοις , κρίβανος covered earthen vessel masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριβάνοισιν — κρίβανον neut dat pl (epic ionic aeolic) κρῑβάνοισιν , κρίβανος covered earthen vessel masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριβάνου — κρίβανον neut gen sg κρῑβάνου , κρίβανος covered earthen vessel masc gen sg κριβάνης a cake masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριβάνων — κρίβανον neut gen pl κρῑβάνων , κρίβανος covered earthen vessel masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριβάνῳ — κρίβανον neut dat sg κρῑβάνῳ , κρίβανος covered earthen vessel masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίβανα — κρίβανον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίβανον — και κρίβανον, τὸ (Α) 1. κλίβανος* 2. θώρακας φολιδωτός, διακοσμημένος με μεταλλικά πλακίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κλίβανος / κρίβανος (ὁ), με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
κλιβανοφόρος — και κριβανοφόρος, ὁ (Μ) (για στρατιώτες) βαριά οπλισμένος, θωρακοφόρος, σιδηρόφρακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίβανον ή κρίβανον «θώρακας» + φόρος (< φέρω), πρβλ. ασπιδο φόρος, τροπαιο φόρος] … Dictionary of Greek
κριβάνωι — κριβάνῳ , κρίβανον neut dat sg κρῑβάνῳ , κρίβανος covered earthen vessel masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)